- ολιγοεργής
- ὀλιγοεργής, -ές (Α)(για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυ-εργής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοεργές — ὀλιγοεργής of little strength masc/fem voc sg ὀλιγοεργής of little strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοεργῶν — ὀλιγοεργής of little strength masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek